πολυωπός

πολυωπός
-όν, Α
αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπής (Ι)* («ἰχθύας... ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ωπός (< ὀπή «τρύπα»), πρβλ. στεν-ωπός. Το -ω- τού β' συνθετικού οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυωπός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωπόν — πολυωπός masc/fem acc sg πολυωπός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωπούς — πολυωπός masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωπῷ — πολυωπός masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωπέστερον — πολυωπής with many holes adverbial comp πολυωπής with many holes masc acc comp sg πολυωπής with many holes neut nom/voc/acc comp sg πολυωπός adverbial comp πολυωπός masc acc comp sg πολυωπός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωπής — (I) ές, και ποιητ. τ. θηλ. πολυωπέτις, ιδος, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός* («ἰχθυοβόλον πολυωπές... λίνον», Ανθ. Παλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πολυωπός, κατά τα σιγμόληκτα]. (II) ές, Α αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς («ποιμένα τού… …   Dictionary of Greek

  • πολυώψ — ῶπος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πολυωπός*] …   Dictionary of Greek

  • πολυωπές — πολυωπής with many holes masc/fem voc sg πολυωπής with many holes neut nom/voc/acc sg πολυωπός masc/fem voc sg πολυωπός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • πολυωπέας — πολυωπής with many holes masc/fem acc pl (epic ionic) πολυωπός masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”