πολυωπός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπόν — πολυωπός masc/fem acc sg πολυωπός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπούς — πολυωπός masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπῷ — πολυωπός masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπέστερον — πολυωπής with many holes adverbial comp πολυωπής with many holes masc acc comp sg πολυωπής with many holes neut nom/voc/acc comp sg πολυωπός adverbial comp πολυωπός masc acc comp sg πολυωπός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπής — (I) ές, και ποιητ. τ. θηλ. πολυωπέτις, ιδος, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός* («ἰχθυοβόλον πολυωπές... λίνον», Ανθ. Παλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πολυωπός, κατά τα σιγμόληκτα]. (II) ές, Α αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς («ποιμένα τού… … Dictionary of Greek
πολυώψ — ῶπος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πολυωπός*] … Dictionary of Greek
πολυωπές — πολυωπής with many holes masc/fem voc sg πολυωπής with many holes neut nom/voc/acc sg πολυωπός masc/fem voc sg πολυωπός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
πολυωπέας — πολυωπής with many holes masc/fem acc pl (epic ionic) πολυωπός masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)